πολυχρονίου

πολυχρονίου
πολυχρόνιος
of olden time
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Hristos Polihroniou — (also Christos Polychroniou, Greek: Χρήστος Πολυχρονίου, born March 31, 1972) is a Greek hammer thrower. He was born in Athens.[1] His personal best throw is 80.08 metres, achieved in April 2002 in Athens. This ranks him second among Greek hammer …   Wikipedia

  • LAUDES — in Eccl. Rom. ultima pars Officii nocturnalis, s. Psalmi tres ultimi, qui post Matutionos et Benedictiones cantantur, ut habet Regula S. Benedicti c. 12. et quos olim etiam cantatos suisse, ab Aegyptiis Monachis, tradit Cassian. de Nocturnis orat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πολυχρονιότητα — η / πολυχρονιότης, ητος, ΝΜΑ [πολυχρόνιος] 1. η ιδιότητα τού πολυχρόνιου, μεγάλο διάστημα χρόνου, μακροχρονιότητα 2. μακρά διάρκεια ζωής, μακροβιότητα αρχ. το να κερδίζει κάτι σε ποιότητα με τον καιρό, όπως το κρασί όταν παλιώνει …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”